κάλλιος — α, ο (Μ κάλλιος, α, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος 2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά καλύτερα, προτιμότερα νεοελλ. 1. φρ. «κάλλιο έχω» προτιμώ 2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και… … Dictionary of Greek
κάλλιος — κάλλος beauty neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 90 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 55 χλμ. Δ της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιδορικίου. Το Κάλλιο στη λίμνη του Μόρνου. * * * και κάλλια και … Dictionary of Greek
καλλιά — και κάλλια και κάλλιο (Μ κάλλια και καλλιά και καλλέα) (συγκρ. βαθμός τού επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό τού επιθ. κάλλιος*) 1. καλύτερα 2. περισσότερο 3. φρ. α) «κάλλια έχω» προτιμώ β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ. για το καλό μου, σου … Dictionary of Greek
καλλιότερος — η, ο (Μ καλλιότερος, α, ον) 1. καλύτερος 2. ωραιότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτικός βαθμός τού κάλλιος*] … Dictionary of Greek
πρωτονοικοκύρης — ο, Ν η κεφαλή τής οικογένειας («λείπει ο κάλλιος τού σπιτιού κι ο πρωτονοικύρης», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek